χιονοσκεπής — ές, Ν χιονοσκέπαστος, χιονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + σκεπής (< σκέπω), πρβλ. κισσο σκεπής, νεφελο σκεπής. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Γαβρ. Σοφοκλέους] … Dictionary of Greek
νιφάδα — η (ΑΜ νιφάς, άδος) καθένα από τα κρυσταλλικά κομμάτια χιονιού που αιωρείται και πέφτει στη γη, τουλούπα αρχ. 1. (με περιλπτ. σημ.) χιόνι («ὡς δ ὅτ ἂν ἐκ νεφέων πτῆται νιφὰς ἠέ χάλαζα ψυχρὴ ὑπὸ ῥιπῆς αἰθρηγενέος Βορέαο», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. καθετί… … Dictionary of Greek
νιφόβολος — νιφόβολος, ον (Α) 1. σκεπασμένος με χιόνι, χιονοσκεπής 2. μτφ. σκωπτικός χαρακτηρισμός τών ποιητών τών διθυράμβων για τον ψυχρό κομπασμό τους («καινὰς λαβεῑν ἀεροδονήτους καὶ νιφοβόλους ἀναβολάς», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + συνδετικό φων. ο… … Dictionary of Greek
νιφόεις — νοφόεις, εσσα, εν (Α) 1. γεμάτος χιόνι, χιονισμένος, χιονοσκεπής («νιφόεσσ Αἴτνα», Πίνδ.) 2. λευκός σαν το χιόνι, χιονάτος, χιονόλευκος («νιφόεσσα Ἑλένη», Ίων τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ τού νείφει «χιονίζει» + κατάλ. όεις (πρβλ … Dictionary of Greek
χιονοκάλυπτος — η, ο, Ν καλυμμένος με χιόνι, χιονοσκεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + καλύπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Ποποκατέπετλ — (Popocatepetl). Ηφαίστειο του Μεξικού, η δεύτερη σε ύψος (5.452 μέτρα) κορυφή της χώρας, μετά την Πίκο ντε Ορισάμπα (Σιτλαλτέπετλ, 5.700 μ.). Η χιονοσκεπής κορυφή του υψώνεται στα σύνορα των ομόσπονδων Πολιτειών Πουέμπλα, Μεξικό και Μορέλος, σε… … Dictionary of Greek